- τσουκανίζω
- και τσιουκανίζω Ν [τσουκάνι / τσιουκάνι]1. χτυπώ με τσουκάνι, με σφυρί2. κρούω3. τρίβω4. (σχετικά με ζώα) ευνουχίζω5. κουδουνίζω6. αλωνίζω7. δέρνω, ξυλοφορτώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσουκάνισμα — το, Ν [τσουκανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσουκανίζω … Dictionary of Greek
τσιουκανίζω — Ν βλ. τσουκανίζω … Dictionary of Greek